Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

) η παραγωγή

См. также в других словарях:

  • παραγωγή — leading by fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγωγή — Η ενέργεια του παράγω. Λέγεται επίσης και η νοητική διαδικασία κατά την οποία από μια ή περισσότερες κρίσεις (προτάσεις) φτάνουμε σε ένα συμπέρασμα ή, γενικότερα, συλλογισμό που από το γενικό οδηγεί στο μερικό. Στην ιστορία της φιλοσοφικής σκέψης …   Dictionary of Greek

  • παραγωγή — η 1. το σύνολο των παραγόμενων προϊόντων: Το ύψος της γεωργικής παραγωγής επηρεάζει τη διαμόρφωση των τιμών των προϊόντων της. 2. (γλωσσ.), σχηματισμός μιας λέξης από άλλη: Παραγωγή των ουσιαστικών, των ρημάτων κτλ. 3. (λογ.), διανοητική πορεία… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παραγωγῇ — παραγωγῆι , παραγωγεύς introducer masc dat sg (epic ionic) παραγωγή leading by fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγωγῆ — παραγωγεύς introducer masc nom/voc/acc dual παραγωγεύς introducer masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαλουχία — Παραγωγή και έκκριση γάλακτος μετά τον τοκετό. Όταν ένα μωρό βυζαίνει τη θηλή της μητέρας του, ρέει γάλα που παράγεται σε αδένες που βρίσκονται στο πίσω μέρος του μαστού, σε μικροσκοπικούς σάκους που καλούνται γαλακτοφόροι πόροι. Η πίεση από τον… …   Dictionary of Greek

  • αγαμογένεση — Παραγωγή νέου όντος όχι από συνένωση δύο κυττάρων (γαμετών ή γενετήσιων κυττάρων) αλλά από ένα, που λέγεται αγαμέτης. Η α. συναντάται σε πολλά πρωτόζωα. Λέγεται και αγαμογονία …   Dictionary of Greek

  • παραγωγαῖς — παραγωγή leading by fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγωγαί — παραγωγή leading by fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγωγήν — παραγωγή leading by fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παραγωγῶν — παραγωγή leading by fem gen pl παραγωγός misleading masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»